Η «φυγή των εγκεφάλων» (επίσης «διαρροή μυαλών» και στα αγγλικά «brain drain») είναι πλέον ένα τεράστιο διεθνές πρόβλημα, ιδιαίτερης έντασης, συνυφασμένο με την δεινή οικονομική κατάσταση πολλών χωρών αλλά και την επαγγελματική και οικονομική παγκοσμιοποίηση, το οποίο δυστυχώς πλέον επηρεάζει και την Ελλάδα σε σημαντικό βαθμό, καθώς από το 2009 και μετά η χώρα υφίσταται μία, χωρίς προηγούμενο, διαρροή «διανοητικού κεφαλαίου».
Το φαινόμενο αυτό, αν και θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι έχει και κάποιες θετικές πλευρές, καθώς οι νέοι που φεύγουν συνήθως εμπλουτίζουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους εκεί όπου πάνε και σε περίπτωση επιστροφής τους στην πατρίδα τους προσφέρουν χρήσιμη τεχνογνωσία, αποτελεί, ουσιαστικά, μια σοβαρή απώλεια με μέσο-μακροχρόνιες οικονομικές αλλά και αναπτυξιακές επιπτώσεις. Κι αυτό γιατί θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι καμία άλλη οικονομική απώλεια δεν έχει το μέγεθος και τον μεσο-μακροπρόθεσμο καταστροφικό αντίκτυπο για μια χώρα και οικονομία, από την απώλεια των μορφωμένων ανθρώπων της, δηλαδή του ισχυρότερου κεφαλαίου και ελπίδας ανάπτυξης ενός τόπου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη που έγινε από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), κάθε μορφωμένος Έλληνας που μεταναστεύει σε ηλικία 25-30 ετών, ανάλογα με τις σπουδές του, έχει κοστίσει στην οικογένειά του, και στην πολιτεία, κατά μέσον όρο από 200.000 ευρώ και πάνω (βλέπε παρακάτω τον Πίνακα και την Πηγή).
Το ποσό αυτό, φτάνει σε αυτό το νούμερο καθώς πέρα από το κόστος σπουδών περιλαμβάνει και όλο το κόστος που έχει επενδυθεί από την ελληνική οικογένεια για την ανατροφή του νέου. Για παράδειγμα, στο νούμερο αυτό συμπεριλαμβάνεται η διατροφή, η ιατρική περίθαλψη, η ψυχαγωγία, η διαβίωση, η ένδυση, η μόρφωση, οι σπουδές και άλλα πολλά, που ένα παιδί, μαθητής, φοιτητής και νέος εργαζόμενος λαμβάνει από την οικογένειά του μέχρι να ενταχθεί στην αγορά εργασίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μία τεράστια επένδυση της ελληνικής οικογένειας, με μεγάλες στερήσεις των γονέων αλλά και των παιδιών, και με πολλές άλλες θυσίες και υποχρεώσεις που δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε οικονομικούς όρους.
Έτσι, μέσω του φαινομένου της «φυγής των εγκεφάλων», ο μορφωμένος και εκπαιδευμένος Έλληνας που εγκαταλείπει την χώρα δεν συμβάλλει μόνον στην διεύρυνση του ελλείμματος «εγκεφάλων», αλλά αποτελεί και σοβαρή οικονομική απώλεια, τόσο του παρόντος όσο και του μέλλοντος. Με άλλα λόγια, δεν χάνεται μόνο το κεφάλαιο που επενδύθηκε στην ανατροφή και εκπαίδευση του νέου, αλλά και η μελλοντική απόδοσή του, όταν ο «νέος-μετανάστης» θα έμπαινε στην αγορά της εργασίας και παραγωγής. Επιπλέον σε αυτό, η Ελλάδα και ο παραγωγικός της ιστός χάνουν και πιθανές εφευρέσεις ή άλλες καινοτομίες, που πιθανώς να ανέπτυσσαν οι «νέοι επιστήμονες-μετανάστες», και οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία υψηλές προστιθέμενες αξίες και όχι αντίθετα να προσφέρονται δωρεάν στις αγορές εργασίας των άλλων αναπτυγμένων χωρών, χαρίζοντας έτσι σε αναπτυγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, η Αγγλία και η Γαλλία για παράδειγμα, δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για την δική τους ανάπτυξη.
Επιπρόσθετα, στα παραπάνω, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι λόγω της «φυγής» αυτής σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζει και ο ελληνικός παραγωγικός ιστός. Κι αυτό γιατί είναι σαφές ότι με σημαντικές διαρροές διανοητικού και καινοτόμου κεφαλαίου, οι προϋποθέσεις ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας θα περιορίζονται συνεχώς και η συμμετοχή της στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας θα γίνεται όλο και πιο προβληματική. Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι πέρα από τη «διαρροή μυαλών», υπάρχει και η «διαρροή νέων επιχειρηματιών», η «διαρροή επιχειρήσεων», η «διαρροή επιχειρηματικών στελεχών», η «διαρροή φοιτητών» και άλλες σχετικές διαρροές, που περιορίζουν περαιτέρω και καθημερινά την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας.
Θα πρέπει, όμως παράλληλα να σημειωθεί ότι η φυγή «φαιής ουσίας» από την Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κρίσης. Πρόκειται για ένα βαθύτερο φαινόμενο απομάκρυνσης από ένα αντιπαραγωγικό και διεφθαρμένο πελατειακό παραγωγικό σύστημα, το οποίο, ακόμη και στις ημέρες μας, όλο και δυσκολότερα αποδέχεται την ευφυΐα, την ζωντάνια, την δημιουργία και τα ανήσυχα πνεύματα που πάντα αναζητούν κάτι καλύτερο, και ακόμη πιο δύσκολα τους δίνει την ευκαιρία που αναζητούν να προσφέρουν αυτά που μπορούν για λογαριασμό του τόπου και της πατρίδας τους.
Επιπλέον, σε όρους επιστημονικής επάρκειας οι Έλληνες ερευνητές τιμούν την επιστήμη και διαπρέπουν στον τομέα της έρευνας, κατατάσσοντας την Ελλάδα ανάμεσα στις «πλουσιότερες» χώρες της Ευρώπης, με κριτήριο την επιστημονική αριστεία. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με σχετικές βάσεις δεδομένων (όπως το Scopus, το Google Scholar, το Hirsch h-index>100), υπάρχουν σήμερα περίπου 200.000 διακριτοί συγγραφείς επιστημονικών εργασιών με ελληνικά επώνυμα και τουλάχιστον 30 Έλληνες επιστήμονες οι οποίοι έχουν δημοσιεύσει εργασίες ή βιβλία με μεγάλη επιρροή σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, οι μισοί από τους συγγραφείς με ελληνικά επώνυμα που έκαναν δημοσιεύσεις είχαν διεύθυνση εργασίας εκτός Ελλάδας και μόνο ένας από τους τριάντα Έλληνες επιστήμονες με τις περισσότερες παραπομπές εργάζεται κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα.
Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα, το φαινόμενο αυτό της «φυγής των εγκεφάλων», αποκτά όλο και μεγαλύτερο μέγεθος και στις δύσκολες αυτές συνθήκες που βιώνει η χώρα μας θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και να αντιμετωπιστεί. Οι ρίζες αυτού του προβλήματος, όπως η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης για την επιστήμη, τα άκαμπτα ιεραρχικά συστήματα που καταπνίγουν τους νέους ερευνητές, ο νεποτισμός, η διαφθορά και οι πολιτικές παρεμβάσεις, θα πρέπει να εξαλειφθούν.
Εν τέλει, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, σε όλα τα επίπεδα, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα χάνει πολύτιμο διανοητικό κεφάλαιο και η απώλεια αυτή θα κάνει όλο και δυσκολότερο τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας της, ο οποίος αποτελεί ζωτική ανάγκη, αν θέλουμε να βγούμε από το δανειακό τέλμα και την γενική απαξίωση της χώρας μας.
Πηγή
OECD (2015), Education at a Glance 2015: OECD Indicators, OECD Publishing. ISBN 978-92-64-24208-1 (print), ISBN 978-92-64-24209-8 (PDF). http://dx.doi.org/10.1787/eag-2015-en