Στις μέρες μας ακούμε συχνά τον όρο «βιώσιμη» ή «αειφόρο» ανάπτυξη, καθώς αποτελεί ζητούμενο καίριας σημασίας για τον 21ο αιώνα. Πως μπορεί, όμως, να επιτευχθεί; Μόνο εφόσον ενσωματώνει και την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, όπου αυτό είναι δυνατόν. Οι δήμοι επομένως, ως βασικοί συντελεστές οργάνωσης της τοπικής κοινωνίας, οφείλουν να εισάγουν μια νέα κουλτούρα ανάπτυξης, πλήρως εναρμονισμένης με τις αρχές της πρόληψης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.

Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην οικονομική υποστήριξη έργων, μελετών και ενεργειών που αφορούν στην κατασκευή και βελτίωση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνικών και παραγωγικών υποδομών, στη διατήρηση των οικολογικών αποθεμάτων, στη στήριξη της οικονομικής συνοχής στο πλαίσιο του χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και στην προώθηση της κοινωνικής, ενεργής συμμετοχής με επίκεντρο την αειφόρο ανάπτυξη.

Αειφορία και ενδογενής ανάπτυξη

Οι αντιπαραθέσεις για το πώς ορίζεται η Ανάπτυξη δείχνει ότι ακόμη και οι πιο στενές θεωρήσεις της αναγνώρισαν την ανάγκη εισαγωγής, πέρα από την οικονομική, και άλλων διαστάσεων. Με αυτή την έννοια, στην Θεωρία της Ανάπτυξης εισήχθηκε, όλο και περισσότερο, η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικής ανάπτυξης, οικονομικών αναλύσεων και οικολογικών συνθηκών.

Έργο ορόσημο στη διεθνή βιβλιογραφία για το θέμα των οικολογικών συνθηκών και των «ορίων» στην οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το βιβλίο «Τα όρια στην ανάπτυξη» (The limits to growth, Meadows κ.α.) που εκδόθηκε το 1972 στη Νέα Υόρκη, στο οποίο εισήχθηκε για πρώτη φορά η έννοια των ορίων στην οικονομική δραστηριότητα, των ορίων που καθορίζονται από την αντοχή, τη «φέρουσα ικανότητα», του φυσικού περιβάλλοντος.

Αργότερα, με τη δημοσιοποίηση της «Έκθεσης Μπρούντλαντ» το 1987, όπως έχει μείνει γνωστό το κείμενο «Το κοινό μας μέλλον» (Our Common Future), που παρουσιάστηκε από την τότε Πρωθυπουργό της Σουηδίας Gro Harlem Brundtland, η διεθνής συζήτηση για την ανάπτυξη χαρακτηρίστηκε ολοένα και περισσότερο από προβληματισμούς για τις συνέπειες της μεγέθυνσης και των κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών στο φυσικό περιβάλλον. Σύμφωνα με την Έκθεση αυτή, βιώσιμη ή αειφορική είναι η ανάπτυξη, η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσης γενεάς, χωρίς να υποθηκεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.

Έτσι, εμφανίστηκαν νέοι ορισμοί της ανάπτυξης που συνδέονται με το περιβάλλον και ο κύριος όρος «Περιβαλλοντική Βιωσιμότητα» άλλαξε σε «Βιώσιμη ή Αειφορική Ανάπτυξη». Παρόλο που ο όρος βιωσιμότητα αρχικά αναφερόταν κυρίως στο περιβάλλον, σταδιακά επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς και σήμερα δεν νοείται βιωσιμότητα ενός τόπου, εάν αυτή δεν αναφέρεται τουλάχιστο στο τρίπτυχο: περιβάλλον, οικονομία, κοινωνία.

Στο πλαίσιο και αυτής της εξέλιξης, πριν δύο δεκαετίες περίπου, προστέθηκε στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη», κυρίως ως απάντηση στην αδυναμία και στα προβλήματα που εμφάνιζε η επικρατέστερη έως τότε θεωρία της «Τομεακής» ή, κατά πολλούς, «Κλαδικής Ανάπτυξης».

Όσον αφορά στην «Τομεακή Ανάπτυξη», η έμφαση δινόταν στην κάθετη ανάπτυξη του χώρου, όπου ένας ή περισσότεροι τομείς της οικονομίας γινόταν αποδέκτες παρεμβάσεων, π.χ. γεωργία, βιομηχανία, ώστε να αποτελέσουν το μοχλό ανάπτυξης και των άλλων τομέων.

Αντίθετα, η «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη» δίνει προτεραιότητα στην οριζόντια ανάπτυξη του χώρου, στοχεύοντας στη διασύνδεση και το συντονισμό των κλάδων της οικονομίας, έτσι ώστε η ανάπτυξη ενός εξ αυτών να αποδίδει θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και σε άλλους κλάδους της οικονομίας.

Μια άλλη διάσταση της ανάπτυξης είναι η λεγόμενη «Τοπική Ανάπτυξη» που οδηγεί σε βελτίωση του επιπέδου ζωής των τοπικών πληθυσμών μέσα από μια διαδικασία οικονομικής ανόρθωσης και διαρθρωτικών αλλαγών.

Έως και τη δεκαετία του ΄70, στην αναπτυξιακή διαδικασία εφαρμοζόταν το μοντέλο της από τα πάνω προς τα κάτω (top-down) ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο και για το λόγο αυτό το αστικό-βιομηχανικό πρότυπο της συγκέντρωσης/διάχυσης αποτελούσε τον άξονα των πολιτικών και προγραμμάτων ανάπτυξης. Στις περιοχές αποδέκτες των αναπτυξιακών ενεργειών κυριαρχούσαν οι εξωτερικά κατευθυνόμενες οικονομικές δυνάμεις (εξωγενές μοντέλο), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ενδογενές δυναμικό των περιοχών.

Τα τελευταία, όμως, χρόνια, ιδίως μετά τη δεκαετία του ΄80, άρχισε να δημιουργείται ένα νέο πρότυπο, το μοντέλο από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) ή ενδογενές μοντέλο, όπου ο χώρος στηρίζει τις κοινωνικές και λειτουργικές σχέσεις και μετατρέπεται σε φορέα του κοινωνικού μετασχηματισμού και η τοπική-ενδογενής ανάπτυξη θεωρείται ως μια πιο πιθανή στρατηγική ανάπτυξης.

Η προσέγγιση της ενδογενούς ανάπτυξης αναδεικνύει μια νέα αντίληψη για την οικονομική αξία των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αγαθών. Η αντίληψη αυτή αποδίδει στα κοινωνικά και φυσικά αγαθά όχι μόνο την αξία της χρήσης τους από τους επισκέπτες ενός τόπου, αλλά και την ιδιότητα ως κρίσιμους διαθέσιμους πόρους στους κατοίκους των περιοχών κατά τη διαδικασία της τοπικής τους ανάπτυξης. Έτσι, η προστασία και βελτίωση των κοινωνικών και φυσικών αγαθών αποτελούν αναπόσπαστα μέρη στρατηγικών που στοχεύουν στη βελτίωση της τοπικής ταυτότητας, στην ενδυνάμωση τοπικών σχέσεων και στην προώθηση της συνεργασίας μεταξύ του τοπικού πληθυσμού και των τοπικών αρχών. Αυτή η νέα στρατηγική, η στρατηγική της ενδογενούς ανάπτυξης, βασίζεται στην ποιότητα παρά στην ποσότητα, γεγονός που επιδρά αυξητικά στην αποτελεσματικότητα της τοπικής οικονομίας.

Μέσω αυτής της στρατηγικής βελτιώνεται το επίπεδο της οργανωτικής ικανότητας των κοινωνιών, ενδυναμώνονται οι τοπικές ομάδες και δημιουργούνται ενεργοί και ευαισθητοποιημένοι πολίτες, οι οποίοι μέσω της ενασχόλησής τους με το τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι ενισχύουν τις δεξιότητές τους, την αυτοπεποίθησή τους και την δημιουργικότητά τους. Τα ευρήματα πολλών εμπειρικών μελετών επιβεβαιώνουν τον ζωτικής σημασίας ρόλο της ενεργής συμμετοχής των πολιτών στην επιτυχία των τοπικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών.

Τοπική αυτοδιοίκηση, ανάπτυξη και περιβάλλον

Θεωρώντας την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως μια ανοιχτή κοινότητα και μια διοικητική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική και πολιτιστική οντότητα, μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο κύριος ρόλος της είναι η ανάπτυξη μιας θεσμικής και συλλογικής δράσης για την ενδυνάμωση της τοπικής κοινωνίας, στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης κοινωνίας.

Η δομή και η διάρθρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει να παρουσιάσει σημαντική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια (Πρόγραμμα Καποδίστριας και Πρόγραμμα Καλλικράτης). Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) έχουν αρχίσει πλέον να λειτουργούν σαν οργανωμένες επιχειρήσεις, αναδιαμορφώνοντας ριζικά τις σχέσεις πολιτικής, οικονομίας, αγορών, κοινωνίας, περιβάλλοντος, πολιτών, επικοινωνίας, πληροφόρησης και γνώσης, δεδομένα τα οποία παρουσιάζουν συνεχή και δυναμική εξέλιξη. Η αναζήτηση του καινούριου, της καινοτομίας, της νέας πολιτικής και γενικότερα της ουσίας και της ρεαλιστικής προσέγγισης της νέας πραγματικότητας, συνοψίζουν την ταυτότητα και το πολιτικό ζητούμενο, τόσο για την Αυτοδιοίκηση όσο και για τους πολίτες. Η ρεαλιστική προσέγγιση της νέας πραγματικότητας για την δημοτική πολιτική, αφορά την ύπαρξη Κεντρικού Στόχου – Στρατηγικού Σχεδιασμού. Αναμφισβήτητα, η αγάπη για το τόπο και τη «γειτονιά» είναι η εναρκτήρια προϋπόθεση για να προσφερθεί κανείς στη μάχη της διαρκούς βελτίωσης της καθημερινότητας. Κάτι τέτοιο απαιτεί από τους δημόσιους φορείς να κινήσουν μια πιο πολύπλοκη διαδικασία ανάπτυξης, συνδυάζοντας τους σκοπούς και τις πολιτικές που πηγάζουν και από τα δύο πρότυπα, της ανάπτυξης εκ των άνω και της ενδογενούς τοπικής ανάπτυξης.

Ανεξάρτητα από τη Στρατηγική Ανάπτυξης που θα επιλεγεί και θα ακολουθηθεί κατά περίπτωση για την προαγωγή της τοπικής ανάπτυξης, θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη η σημασία που ενέχει ο καθοριστικός ρόλος και η συμβολή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο ρόλος των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθίσταται πρωταγωνιστικός για τις τοπικές κοινωνίες, καθώς η ανάδειξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε κύριο μοχλό ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της εποχής μας.

Σε ένα παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, η ανάδειξη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής αποτελούν πλέον μονόδρομο για ανάπτυξη και απασχόληση και πεδίο ευθύνης και αρμοδιότητας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Απαραίτητη για την επιτυχία των επενδυτικών προγραμμάτων Αειφορικής Ανάπτυξης είναι η ύπαρξη μιας υγιούς μορφής Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα διαθέτει τις γνώσεις και την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να επιλύει τα προβλήματα ανάλογα.

Τόσο η Στρατηγική της Λισσαβόνας, όσο και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των ποσοτικών και ποιοτικών στόχων που θέτουν, την καλή διακυβέρνηση και σε αυτό το πλαίσιο την ενεργητική εμπλοκή των τοπικών παραγόντων. Οι τοπικοί φορείς γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε τα μικροοικονομικά δεδομένα της περιοχής τους και μπορούν να προτείνουν λύσεις προσαρμοσμένες και εφαρμόσιμες στις ιδιαιτερότητές τους.

Υπό το πρίσμα αυτό, ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης μπορεί να διαδραματίσει ένα δημιουργικό και σημαντικό ρόλο στο κοινωνικο-περιβαλλοντικό γίγνεσθαι που είναι δυνατό να αναπτυχθεί σε συνεργασία με την ενεργοποίηση και συμμετοχή του πολίτη και των διαφόρων κοινωνικών υποομάδων (τοπικοί σύλλογοι, επιμελητήρια κλπ.), ανεξαρτήτως ενδιαφερόντων και θέσης, κάθε τοπικής κοινωνίας. Έτσι, μπορεί να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος αλλά και κομβικό μοχλό γενικότερης ανάπτυξης κάθε περιοχής.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να στρέψει την προσπάθειά της στο να ενθαρρύνει, ενδυναμώσει και συντονίσει τα άτομα ή και τις διαφορετικές ομάδες πληθυσμού μέσα στην περιοχή της, ώστε να ενεργοποιηθούν και να δραστηριοποιηθούν, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, προς όφελος όλης της τοπικής κοινωνίας.

Οι δομές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να καταβάλλουν σήμερα προσπάθειες, βάση ενός κριτικού και δημιουργικού συνδυασμού, να ενσωματώσουν το περιβάλλον ως αναπόσπαστο στοιχείο της αναπτυξιακής τους δράσης, προκειμένου να συμβάλλουν δημιουργικά σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με κέντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, μορφωτικό, ψυχαγωγικό και περιβαλλοντικό τομέα.

Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα και ο απώτερος στόχος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών αναφέρεται στη συνολική επιτυχία σε όλους τους προαναφερθέντες τομείς, από την οικονομία μέχρι και το περιβάλλον, επιτυχία που σχετίζεται με την βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία και θα φέρει την τελική ποιότητα ζωής.

Παρόλα αυτά υποστηρίζεται ότι το φυσικό περιβάλλον γίνεται αντιληπτό κυρίως ως «στόχος», παρά ως «μέσο». Οι τοπικές αρχές συνήθως θεωρούν τις περιβαλλοντικές υποδομές, όπως δέντρα, πάρκα και άλλους χώρους πρασίνου, ως αγαθά που κάθε αξιοπρεπής τόπος πρέπει να διαθέτει. Υπό αυτή την έννοια, αρκετά συχνά εμφανίζονται πολύ χαμηλά στις λίστες προτεραιοτήτων των τοπικών αρχών, καθώς υπερισχύει η πεποίθηση ότι οι τεχνικές υποδομές, για παράδειγμα, πρέπει να προηγούνται. Υπάρχει όμως μια εναλλακτική οπτική κατά την οποία το τοπικό φυσικό περιβάλλον γίνεται αντιληπτό ως το εργαλείο για την επίτευξη της αλλαγής που δεν ανταγωνίζεται με την ποιότητα ζωής των πολιτών σε όρους ασφάλειας, απασχόλησης και εκπαίδευσης, αλλά μπορεί να αποτελέσει στρατηγική για την επίτευξη στόχων που καθορίζουν τις ζωές των πολιτών.

Εν κατακλείδι, η προώθηση της βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε αυτή, είναι από τα βασικά συστατικά στοιχεία μιας αναπτυξιακής πολιτικής. Συνεπώς, προκειμένου να επιτευχθούν οι αναπτυξιακοί σκοποί πρέπει να ενισχυθεί και να αξιοποιηθεί το περιβαλλοντικό κεφάλαιο κάθε περιοχής σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου, που διαθέτει τις γνώσεις και την ικανότητα αλλά και τη διάθεση για συμμετοχή και δράση από θέσεις ευθύνης.