Τις τελευταίες ημέρες γίναμε αποδέκτες μιας ακόμη πολιτικής αντιπαράθεσης που αφορούσε στην ενδεχόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου στις αυτοδιοικητικές εκλογές του ερχόμενου Μαΐου. Μιας αντιπαράθεσης που ξεκίνησε με αφορμή την εισήγηση του Πρωθυπουργού και την αρχική επεξεργασία της από τον Υπουργό Εσωτερικών σχετικά με την πιθανότητα διεξαγωγής των επόμενων πρωτοβάθμιων αυτοδιοικητικών εκλογών με την ύπαρξη δύο ψηφοδελτίων, ενός για τους υποψήφιους δημάρχους κι ενός για τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους.
Αναφορικά με αυτό το ζήτημα ακούσαμε και διαβάσαμε τις απόψεις και τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα πολιτικά κόμματα και η κυβέρνηση, δια μέσω των σχετικών εκπροσώπων τους, καθώς και τις δηλώσεις των τοπικών αρχόντων μας στα τοπικής εμβέλειας ΜΜΕ. Ωστόσο, εξ’ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε, από πλευράς δημοτών και πολιτών της πόλης μας και της περιοχής μας γενικότερα, υπήρξαν μεμονωνομένες, ελάχιστες παρεμβάσεις.
Στο σημείο αυτό και με αφορμή, την πιθανολογούμενη αυτή εκλογική αλλαγή, η οποία είτε εφαρμοστεί είτε όχι, αδιαμφισβήτητα θα επηρεάσει την ποιότητα των επόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών και του επακόλουθου αιρετού Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης μας, ας δούμε κάποια σημεία έντονου ενδιαφέροντος.
Πριν το Πρόγραμμα «Καλλικράτης»
Πριν το Πρόγραμμα «Καλλικράτης», ως χώρα γινόμασταν αποδέκτες πολλών εκθέσεων που αφορούσαν την ελληνική οικονομία, οι οποίες κατέληγαν στην κοινή διαπίστωση ότι οι διαρθρωτικές ανεπάρκειες του δημοσίου τομέα αποτελούσαν έναν από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά την εισροή σημαντικών πόρων από την ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες, βασικοί δείκτες όπως το ΑΕΠ, η ανεργία και το επίπεδο φτώχειας αναδεικνύονταν σε σημαντικά εμπόδια των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, μεταξύ των διαφορετικών χωρικών ενοτήτων, αποτελούσαν το βασικό δομικό χαρακτηριστικό του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα αίτια της υστέρησης αυτής οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό σε μια σειρά από δομικές και λειτουργικές ανεπάρκειες της Ελληνικής διοίκησης. Η συγκεντρωτική δομή της διοίκησης, η συσσώρευση στα Υπουργεία τεράστιου όγκου διεκπεραιωτικού χαρακτήρα λειτουργιών, η συχνή επικάλυψη αλλά και ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων και των λειτουργιών, δημιουργούσαν τεράστιο διοικητικό κόστος, δυσχέραιναν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και κατά συνέπεια οδηγούσαν σε αναποτελεσματική αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων των πολιτών.
Οι παθογένειες αυτές εμφανίζονταν ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, με κύριο ανασταλτικό παράγοντα τις περιορισμένες οργανωτικές δυνατότητες των ΟΤΑ Α’ βαθμού που, λόγω του μικρού πληθυσμιακού και χωρικού τους μεγέθους, αδυνατούσαν να συμβάλλουν ουσιαστικά στον αναπτυξιακό προγραμματισμό αλλά και στην επίτευξη των απαραίτητων οικονομιών κλίμακας στην παροχή βασικών υπηρεσιών προς τους πολίτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο έχει διαπιστωθεί από την εμπειρία υλοποίησης των ΚΠΣ, ήταν το ότι οι επιχειρησιακές και οι διαχειριστικές δυνατότητές των ΟΤΑ ήταν περιορισμένες, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να εκμεταλλευτούν τις αναπτυξιακές ευκαιρίες που υπήρχαν, καθώς δεν διέθεταν τους απαιτούμενους οργανωτικούς πόρους, το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και τις επιτελικές υπηρεσίες για την ανάληψη κατάλληλων και στοχευμένων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών.
Οι παραπάνω λοιπόν διαπιστώσεις καθιστούσαν επιτακτική μια συνολική επαναπροσέγγιση της χωρικής, διοικητικής και κυρίως της λειτουργικής αναδιάταξης του τοπικού διοικητικού μας συστήματος, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης και διαμόρφωσης των αναγκαίων θεσμικών κινήτρων και προϋποθέσεων για την ενεργοποίηση του ενδογενούς, αυτοδιοικητικού αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας με την εφαρμογή του Προγράμματος «Καλλικράτη».
Μετά το Πρόγραμμα «Καλλικράτης»
Με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» επιδιώχθηκε να επαναθεμελιωθεί η τοπική πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση με λιγότερους και ισχυρότερους Δήμους, ικανούς να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις της τοπικής διακυβέρνησης.
H ενδυνάμωση αυτή της διοικητικής ικανότητας των ΟΤΑ δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση σημαντικών αρμοδιοτήτων όπως στους τομείς της παιδείας, της υγείας, της απασχόλησης, του περιβάλλοντος, των μεταφορών και κυρίως της τοπικής ανάπτυξης, επιτρέποντάς έτσι στους Δήμους να επανασχεδιάσουν το σύστημα της τοπικής τους διακυβέρνησης προς το άμεσο όφελος των πολιτών και της καθημερινότητάς τους.
Το νέο αυτό σύστημα τοπικής διακυβέρνησης, επιχείρησε να ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη χρηστή διοίκηση, μέσω νέων θεσμών συμμετοχικής διαβούλευσης, με στόχο την παροχή διοικητικών υπηρεσιών όσο το δυνατόν πιο κοντά στο δημότη, στο επίπεδο της γειτονιάς και του χωριού. Επιχείρησε επίσης, να επαναθεμελιώσει τη σχέση του Δήμου με όλες τις δημοτικές και τοπικές κοινότητές του, ενισχύοντας τη δημοτική αποκέντρωση και παρέχοντας στα τοπικά συμβούλια νέες και ουσιαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν με τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών, όπως η αποκατάσταση επείγοντος χαρακτήρα βλαβών στο οδικό δίκτυο και τα συστήματα άρδευσης και αποχέτευσης, καθώς και επείγουσες δράσεις καθαριότητας, φύλαξης και συντήρησης.
Ο Ρόλος των Αιρετών Συμβουλίων
Στο νέο αυτό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, με όλες τις επακόλουθες δυσλειτουργίες του, οι οποίες θα μπορούσαν να επιληθούν μέσα από τον ουσιαστικό διάλογο και την ανταλλαγή εμπειριών και προβληματισμών, ο ρόλος των αιρετών οργάνων εμφανίζεται ιδιαίτερα ενδυναμωμένος.
Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο των νέων διευρυμένων χωρικών ενοτήτων της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, ο ρόλος των αιρετών οργάνων είναι εξαιρετικά σημαντικός, καθώς, ως φορείς άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, αποτελούν τους βασικούς εκπροσώπους και εκφραστές των συμφερόντων όλων των πολιτών αλλά και τους θεσμικούς φορείς διασύνδεσης της γειτονιάς και του χωριού με τις διαδικασίες διαμόρφωσης των βασικών επιλογών του Δήμου. Επιπλέον, ο αναπτυξιακός ρόλος των αιρετών οργάνων είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελούν τους βασικούς φορείς διαμόρφωσης και υλοποίησης τοπικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών που σχετίζονται με τις νέες διευρυμένες αρμοδιότητες των Δήμων σε καίριους τομείς, όπως η αδειοδότηση τοπικών οικονομικών δραστηριοτήτων, η οικιστική ανάπτυξη, η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία. Σε καμία περίπτωση, επίσης, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως τώρα πια τα αιρετά όργανα έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν έναν νέο σημαντικό κοινωνικό ρόλο, ιδίως στα πλαίσια της αναχαίτισης των επιπτώσεων της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, καθώς οι νέοι Δήμοι αναλαμβάνουν κρίσιμες λειτουργίες στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και πρόνοιας.
Πιθανή Αλλαγή του Εκλογικού Νόμου των Επόμενων Αυτοδιοικητικών Εκλογών
Στα πλαίσια της συζήτησης για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι προκύπτουν αβίαστα τα ακόλουθα ερωτήματα στα χείλη όλων μας:
- Είναι ικανές οι νυν εκλεγμένες τοπικές Αρχές να συνεργαστούν, να τολμήσουν και να εφαρμόσουν τις θεσμικές καινοτομίες και δυνατότητες που τους δόθηκαν, για λογαριασμό του δημότη;
- Έχουν μέχρι στιγμής οι νυν εκλεγμένοι αιρετοί δημοτικοί σύμβουλοι σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που οι εποχές, οι καταστάσεις και οι συνθήκες απαιτούν;
- Ποια η συμβολή σε αυτό του υπάρχοντος εκλογικού συστήματος;
- Μπορεί να προσφέρει κάτι περισσότερο το ενδεχόμενο νέο εκλογικό σύστημα;
- Είναι άξιοι και ικανοί συμπολίτες μας μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου μας;
Υπό το πρίσμα της τρέχουσας συζήτησης, που ανέκυψε με αφορμή την αλλαγή του εκλογικού νόμου, εύλογα προκύπτουν οι ακόλουθες σκέψεις. Σκέψεις, που έχουν σαν βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, το προσωπικό ενδιαφέρον του καθενός ως ενεργού πολίτη της πόλης μας, τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τις απαιτήσεις που έχουμε σαν δημότες του Δήμου μας, καθώς και τις προσδοκίες που έχουμε όλοι μας ως άτομα, σύζυγοι και γονείς από τις αιρετές τοπικές αρχές που ζήτησαν την εμπιστοσύνη μας προκειμένου να διαχειριστούν θέματα και ζήτήματα που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα όλων.
Έτσι λοιπόν, τίθενται τα κατωτέρω ερωτήματα:
- Σε μια τοπική κοινωνία, γιατί να μην μπορούν να συνεργαστούν πολίτες που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους ή είναι ανένταχτοι;
- Σε μια τοπική κοινωνία, γιατί να μην μπορούν να συνεργαστούν σε ένα κοινό δημοτικό ψηφοδέλτιο πολίτες ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, με στόχο το καλό της πόλης τους και των συμπολιτών τους;
- Σε μια τοπική κοινωνία, γιατί να μην μπορούν να συνεργαστούν σε ένα αιρετό δημοτικό συμβούλιο πολίτες διαφορετικών απόψεων με γνώμονα την βελτίωση της ποιότητας ζωής και των προσφερόμενων υπηρεσιών του Δήμου προς τους συμπολίτες τους;
- Γιατί πρέπει οπωσδήποτε οι πολίτες να καλούνται να ψηφίσουν στα τοπικά αιρετά συμβούλια τους συμβούλους και τους δημάρχους με κομματικά κριτήρια, επιτρέποντας έτσι να συμπαρασυρθεί το κύρος της τοπικής Αυτοδιοίκησης από τη γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος;
Κοινή διαπίστωση των περισσότερων από εμάς αποτελεί το γεγονός ότι το Δημοτικό Συμβούλιο είναι ο κατ’ εξοχήν αυθεντικός εκπρόσωπος μιας τοπικής κοινωνίας, που καλείται να αντιμετωπίσει τα μεγάλα και δύσκολα προβλήματα μιας μικρής ή μεγάλης πόλης της σύγχρονης εποχής μας. Δηλαδή, να πίνουμε υγιεινό νερό, να διαχειριζόμαστε όσο γίνεται καλύτερα τα απορρίμματά μας, να έχουμε καθαρούς δρόμους, να έχουμε πάρκα και ποδηλατοδρόμους, να φροντίζουμε τους άπορους συμπολίτες μας και να διευκολύνουμε να ζουν μαζί μας και ισότιμα οι συνάνθρωποί μας που έχουν κινητικά ή άλλα προβλήματα, να αναδείχνουμε τους τοπικούς θησαυρούς μας είτε αυτοί είναι η αρχαία μας πολιτιστική μας κληρονομιά, είτε η φύση που πρέπει να την προστατεύσουμε και άλλα πολλά.
Γιατί, λοιπόν, για τη λύση όλων αυτών των προβλημάτων πρέπει να αγωνισθούν άτομα/συνδημότες μας που ζητάνε την εμπιστοσύνη και την ψήφο μας, συμμετέχοντας σε ένα ψηφοδέλτιο ενός Δημοτικού Συνδυασμού και όχι σε ένα ενιαίο και κοινό ψηφοδέλτιο; Γιατί, όπως το αντιλαμβάνεται ο κοινός νους, το ισχύον εκλογικό σύστημα προτρέπει τους δημότες/ψηφοφόρους να ψηφίσουν ένα Δημοτικό Συνδυασμό και ένα ψηφοδέλτιο λέγοντάς τους ότι ψηφίζοντάς το ως δια μαγείας θα λυθούν τα προβλήματά της τοπικής κοινωνίας των πολιτών. Αυτό όμως έχει αποδειχθεί εδώ και χρόνια λανθασμένο, καθώς τα προβλήματα των πόλεων και των πολιτών όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαιωνίζονται και πολλαπλασιάζονται.
Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αυτή η νοοτροπία συνέβαλε στην ραγδαία ανάπτυξη του πελατειακού συστήματος, αφού καλλιέργησε στον πολίτη την αντίληψη, ότι το πρόβλημά του θα λυθεί, αρκεί να το «προωθήσει» μέσα από το «δικό» του δημοτικό σύμβουλο ή δήμαρχο. Αποτέλεσμα αυτού ήταν τα προβλήματα να ατομικοποιούνται αντί να κοινωνικοποιούνται, οι πολίτες να μετατρέπονται σε άβουλα άτομα αντί σε μια ενεργή κοινωνία, και οι τοπικοί άρχοντες, σε διαμεσολαβητές επίλυσης ατομικών προβλημάτων και όχι των πραγματικών προβλημάτων, που έχει μια πόλη και οι πολίτες της.
Ασφαλώς τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών δεν προέρχονται μόνο από την κομματικοποίηση της αυτοδιοίκησης ή την ύπαρξη ξεχωριστών ψηφοδελτίων δημοτικών συνδυασμών. Όμως, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια αποτελούν σημαντικό πρόβλημα καθώς εμποδίζουν τη συνεργασία ικανών και ενεργών συμπολιτών μας που ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα να εργασθούν για το καλό της πόλης μας. Επιπλέον, αποτρέπουν συμπολίτες μας με γνώσεις και εμπειρίες να εμπλακούν με τα δημοτικά μας πράγματα, αφού τους υποχρεώνουν για να είναι υποψήφιοι, να ταχθούν οπωσδήποτε με ένα κομματικό ψηφοδέλτιο που οι ίδιοι πιθανώς δεν θέλουν, πράγμα, που όλοι κατανοούμε ότι αποβαίνει εις βάρος της πόλης μας και εις βάρος της κοινωνίας μας, αφού στερούμαστε από τις ιδέες, τις προτάσεις και την δραστηριότητα ικανών και άξιων συμπολιτών μας που δεν εμπλέκονται με τα κοινά, βλέποντας το επίπεδο και την αισθητική της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και το επίπεδο των πολιτικών μας εκπροσώπων σε τοπικό και εθνικό πλαίσιο.
Συμπέρασμα
Ελπίδα όλων μας είναι ότι η ίδια η κοινωνία της πόλης μας, οι συμπολίτες μας, εμείς οι ίδιοι, βιώνοντας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, μια πρωτόγνωρη κρίση που αφορά σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, θα αντιδράσουμε, θα αξιολογήσουμε όλες τις προσεγγίσεις, και χρόνο με το χρόνο θα διαμορφώσουμε τις απόψεις μας, αναφορικά με τους αιρετούς τοπικούς άρχοντες που θέλουμε να έχουμε.
Απόψεις, που άλλους από εμάς θα μας προτρέψουν να δηλώσουμε παρόντες και έτοιμοι να συμμετάσχουμε ενεργά στην διαμόρφωση των αυτοδιοικητικών πραγμάτων, και σε άλλους θα επιτρέψουν, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα της επιλογής, να υπερψηφίσουμε έναν υποψήφιο που θα τον θεωρούμε χρήσιμο για την πόλη μας, ο οποίος θα έχει τις ικανότητες εκείνες που θα ωφελήσουν την πόλη μας και θα θέλει πραγματικά να υπηρετήσει την τοπική μας κοινωνία, παρέχοντάς του έτσι την ευκαιρία να εκλεγεί και να αποδείξει την χρησιμότητά του στην πράξη.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτά καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι μας, έχουμε την υποχρέωση να αξιολογούμε κριτικά την κάθε προτεινόμενη αλλαγή που επηρεάζει άμεσα την τοπική μας αυτοδιοίκηση και άρα την ποιότητα της ζωής μας, να αποκωδικοποιούμε τα σχετικά με τις προτεινόμενες αλλαγές σχόλια και τελικά να διαμορφώνουμε την δική μας άποψη σχετικά με αυτές.
Έτσι, ας αναρωτηθούμε όλοι μας. Η προτεινόμενη αλλαγή στον τρόπο εκλογής των Δημοτικών Συμβουλίων είναι προς όφελός εμάς των δημοτών ή όχι;