Δρ. Κων/νος Ν. Μπαγινέτας (Γεωπόνος – Αγροτικός Γεωγράφος)
Κων/νος Η. Θερμογιάννης (Δασολόγος)
Εισαγωγή
Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και το πεδίο εφαρμογής της σημερινής οικονομικής κρίσης, ο κόσμος αναμφίβολα θα βιώσει μια σημαντική ύφεση — ο βαθμός και η διάρκεια της οποίας είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί — και η οποία θα επηρεάσει βαθιά όλες τις πτυχές της διεθνούς κοινωνίας. Από τους πολλούς τομείς που θα επηρεαστούν από την ύφεση, το φυσικό περιβάλλον ξεχωρίζει ιδιαίτερα. Αυτό συνδέεται στενά με τον ρυθμό της κατανάλωσης πόρων και οι σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης θα αποδειχθούν πολύ ακριβές για τους ήδη πολύ πιεσμένους προϋπολογισμούς. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: η κρίση έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά στην υπερθέρμανση του πλανήτη;
Για να καταλάβουμε αυτό το ερώτημα και να το θέσουμε στη σωστή βάση του, είναι αναγκαίο καταρχήν να ρίξουμε μια ματιά πρώτα στην περιβαλλοντική κατάσταση πριν από την κρίση.
Περιβαλλοντική κατάσταση
Κατά γενική ομολογία, η σταθερή ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία παρήγαγε μια αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, σε όλες της μορφές της, ειδικά των ορυκτών καυσίμων τα οποία εκπέμπουν τα επονομαζόμενα αέρια του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τις τελευταίες προ κρίσης προβλέψεις από το Αμερικανικό Υπουργείο Ενέργειας (ΑΥΕ), η συνδυασμένη ενεργειακή κατανάλωση από όλα τα έθνη του κόσμου αναμένεται να αυξηθεί κατά 22% μεταξύ του 2005 και του 2015, από τα 462 στα 563 τετράκις εκατομμύρια Βρετανικών θερμικών μονάδων (BTUs). Η περισσότερη από αυτή την αύξηση, σχεδόν το 90%, αναμένεται να προέρθει από τα ορυκτά καύσιμα — το πετρέλαιο, το κάρβουνο και το φυσικό αέριο.
Το αποτέλεσμα, χωρίς να αποτελεί έκπληξη, θα είναι μια δραματική προβλεπόμενη αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), της κύριας δηλαδή πηγής των αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την αλλαγή του κλίματος. Χρησιμοποιώντας πάλι τις προβλέψεις του ΑΥΕ, οι συνολικές παγκόσμιες εκπομπές CO2 αναμένεται να αυξηθούν κατά το τρομακτικό ποσοστό του 22% μεταξύ 2005 και 2015, από 28,1 στους 34,3 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους. Αυτή η αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα επισπεύσει την αλλαγή του κλίματος, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις επίμονες ξηρασίες, την αυξημένη δραστηριότητα θυελλών και των ακραίων καιρικών φαινομένων εν γένει, καθώς και μια σημαντική αύξηση της στάθμης της θάλασσας.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου — η οποία προκλήθηκε από την απότομη αύξηση της ζήτησης — σε συνδυασμό με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των κινδύνων από την υπερθέρμανση του πλανήτη, δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου ώθηση στις επενδύσεις αλλά και την έρευνα για εναλλακτικές μορφές και πηγές ενέργειας. Πολλές κυβερνήσεις, επιχειρήσεις ενέργειας και διαχειριστές επιχειρηματικών κεφαλαίων έχουν ανακοινώσει ότι προγραμματίζουν να δαπανήσουν τεράστια ποσά για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών καυσίμων φιλικά προς το κλίμα και την ανάπτυξη βελτιωμένων μεθόδων για την ανάκτηση αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Τον Νοέμβριο του 2007, για παράδειγμα, η εταιρεία Google ανήγγειλε ότι θα επένδυε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη προηγμένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτές οι προσπάθειες, και άλλες παρόμοιες, δεν θα οδηγούσαν πιθανόν στην αντιστροφή της τάσης προς αύξηση των εκπομπών CO2 από το 2005 έως το 2015, αλλά θα μπορούσαν να ορίσουν τη βάση για μια δραματική ανάκαμψη κατά τα έτη που θα ακολουθούσαν.
Πώς λοιπόν θα επηρεάσει η σημερινή οικονομική κρίση αυτές τις προσπάθειες; Όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, υπάρχουν ευοίωνες αλλά και δυσοίωνες εκτιμήσεις και προοπτικές.
Οι ευοίωνες εκτιμήσεις
Το θετικό, για το περιβάλλον μιλώντας πάντα, γεγονός είναι ότι οι οικονομικά δύσκολοι καιροί θα οδηγήσουν τους ανθρώπους να οδηγούν λιγότερο, να πετούν λιγότερο και γενικά να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια στην καθημερινότητά τους, μειώνοντας έτσι τις προσδοκίες για τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Επιπλέον, πολλοί ειδικοί πιστεύουν, ότι η ζήτηση θα μειωθεί ακόμη περισσότερο κατά τις επόμενες εβδομάδες και μήνες καθώς η οικονομική κρίση θα επιδεινωθεί και οι καταναλωτές ανά τον κόσμο θα περικόψουν τα ταξίδια τους και τη χρήση ενέργειας — και όσο λιγότερο πετρέλαιο καταναλώνεται, τόσο λιγότερο CO2 εκπέμπεται. Καθώς μειώνεται η κατανάλωση πετρελαίου, η τιμή του είναι επίσης πιθανό να μειωθεί — αποθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό επενδύσεις σε πολλά δαπανηρά και περιβαλλοντικώς επικίνδυνα έργα παραγωγής ενέργειας. Αυτό βεβαίως ενέχει και τον κίνδυνο οι κυβερνήσεις να στραφούν στην παραγωγή φθηνής ενέργειας με τη χρήση πυρηνικών καυσίμων με τους γνωστούς σε όλους μας κινδύνους.
Η σημερινή οικονομική κρίση είναι επίσης στενά συνδεδεμένη με την οικοδομική δραστηριότητα και στέγαση. Πολλές κατοικίες που κατασκευάστηκαν κατά την ένδοξη εποχή του εύκολου τραπεζικού δανεισμού ήταν υπερμεγέθη σπίτια σε απομακρυσμένα προάστια μακριά από δημόσια διαμετακομιστικά κέντρα ή ήταν δεύτερες κατοικίες σε περιοχές παραθερισμού μακριά από τις τοποθεσίες των πρωτευόντων κατοικιών των ιδιοκτητών. Αυτές οι κατοικίες όμως καταναλώνουν πολλή ενέργεια και η πρόσβασή τους απαιτεί, πολλές φορές, μακριά δρομολόγια. Τώρα, πολλά από αυτά τα σπίτια πουλιούνται και είναι αμφίβολο ότι θα χρησιμοποιηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη χρήση ενέργειας οποιασδήποτε μορφής και κατ’ επέκταση περιορίζοντας και τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Ακόμη, οι άνθρωποι πλέον έχουν περιορίσει τις μετακινήσεις, χρησιμοποιούν τις δημόσιες μεταφορές περισσότερο και τα αεροπλάνα λιγότερο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα σημαντική επίσης μείωση της χρήσης της ενέργειας και των εκπομπών CO2.
Οι δυσοίωνες εκτιμήσεις
Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα σε όλα τα παραπάνω. Το σοβαρότερο είναι η πιθανή απόφαση των διαχειριστών επιχειρηματικών κεφαλαίων να αποφύγουν να επενδύσουν σε καινοτόμα ενεργειακά έργα. Σε ένα φόρουμ ενέργειας που οργανώθηκε από την επαγγελματική εταιρεία παροχής υπηρεσιών Ernst & Young, οι εμπειρογνώμονες προειδοποίησαν για μια απότομη μείωση στην ιδιωτική χρηματοδότηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Από τη άλλη, παρόλο που η έννοια της εναλλακτικής ενέργειας έχει μεγάλη δυναμικότητα, και οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δυσκολευτούν να βρουν τους πόρους για τη χρηματοδότηση τέτοιων εναλλακτικών ενεργειακών έργων. Είναι πολύ πιθανό οι δαπανηρές προσπάθειες αυτού του είδους να σταματήσουν ή να αναβληθούν μόλις το μέγεθος της οικονομικής κρίσης διογκωθεί περαιτέρω και τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για την αντιμετώπισή της αυξηθούν σε βαθμό δυσβάσταχτο για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Το ίδιο ισχύει βεβαίως για όλες τις χώρες που έχουν δεσμευθεί να αναλάβουν φιλόδοξες πρωτοβουλίες για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Πράγματι, οι ηγέτες σε μερικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνουν έκκληση για επιβράδυνση των προσπαθειών για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου λόγω της αναπτυσσόμενης οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με το σχέδιο που ενέκρινε η ΕΕ το 2007, τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν για τη μείωση των εκπομπών αυτών κατά 20% κάτω από τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2020, που είναι πολύ πιο φιλόδοξο από το πρωτόκολλο του Κυότο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν ένα λεπτομερές σχέδιο για την επίτευξη αυτού του στόχου, αλλά ήδη από παλαιότερες συνόδους των αρχηγών κρατών της Ε.Ε. τόσο ο πρωθυπουργός Silvio Berlusconi της Ιταλίας όσο και οι ηγέτες ορισμένων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών ανέφεραν ότι λόγω της τρέχουσας κρίσης δεν ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτήσουν το υψηλό κόστος επίτευξης του στόχου το 2020 και επομένως δεν ήταν διατεθειμένοι να υιοθετήσουν το λεπτομερές σχέδιο.
Συμπέρασμα
Η ανθρώπινη ιστορία έχει διδάξει πως σε πολύπλοκα, μη γραμμικά, πολυπαραγοντικά συστήματα όπως αυτό που περιγράφουμε πιο πάνω είναι δύσκολη η εκτίμηση αλλά και η πρόβλεψη με ακρίβεια των μελλοντικών εξελίξεων. Η οικονομική κρίση που οδηγεί μεγάλα κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού σε διαβίωση υπό δυσμενέστερες συνθήκες θα μπορούσε να εκληφθεί ως παράγοντας ο οποίος ενδεχομένως να επιδράσει καταλυτικά στην ελάττωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθόσον όπως αναφέρθηκε πιο πάνω θα μειωθούν δραστικά οι μετακινήσεις αλλά και η ζήτηση γενικά όλων των μορφών ενέργειας. Από την άλλη όμως, υπάρχει το σοβαρό ενδεχόμενο η κακή συντήρηση και η παλαίωση των συστημάτων κατανάλωσης ενέργειας (οχήματα, αεροπλάνα, κεντρικές θερμάνσεις κλπ.) να οδηγήσει σταδιακά στην χειροτέρευση της αναλογίας “ποσότητα καυσίμου προς παραγόμενη ενέργεια“ με αποτέλεσμα η ίδια ποσότητα ορυκτών καυσίμων να παράγει τελικά μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, συγκρινόμενη πάντα με τις σημερινές τιμές κι αναλογίες.
Έναν εξίσου καθοριστικό παράγοντα θα αποτελέσει και το γεγονός ότι η περιβαλλοντική συνείδηση που είχε αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια θα δεχτεί μεγάλες πιέσεις υπό το βάρος της εξεύρεσης φθηνότερων προϊόντων και αγαθών, τα οποία, για τον περιορισμό του κόστους, ενδεχομένως να κατασκευάζονται ή να παρέχονται χωρίς τις μέχρι σήμερα προφυλάξεις υπέρ της περιβαλλοντικής αειφορίας. Κι έτσι, ο κάθε άνθρωπος ως μονάδα, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του, θα χάσει το αισθητήριο εκείνο ερέθισμα της προστασίας του περιβάλλοντος που διαθέτει ακόμα και σήμερα, επιλέγοντας τέτοιου είδους προϊόντα, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται όταν οι ανθρώπινες αυτές μονάδες ενωθούν σε ένα σύνολο.
Κλείνοντας, δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποβαθμίσουμε και το γεγονός ότι η βιομηχανία για να επιβιώσει και να ανταπεξέρθει στην παγκόσμια οικονομική κρίση θα πάψει να παράγει εκλεπτυσμένα προϊόντα τα οποία είναι σαφώς ακριβότερα, και θα στρέψει το βλέμμα της προς φτηνότερες κατασκευές, οι οποίες όμως πιθανόν αφενός να κατασκευάζονται με φτηνές αλλά επιβλαβείς για το περιβάλλον πρώτες ύλες κι αφετέρου να έχουν μικρότερη διάρκεια ζωής με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί τελικά μεγαλύτερη παραγωγή σκουπιδιών, τα οποία ως γνωστών πέρα από τα προβλήματα και τις δυσχέρειες που δημιουργούν κατά την ανακύκλωσή τους, επιβαρύνουν με μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα την ατμόσφαιρα.
Εν κατακλείδι, δεν είναι σαφές σε αυτό το σημείο εάν η οικονομική κρίση θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά και σε ποιο βαθμό την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Βραχυπρόθεσμα, αυτή το πιθανότερο είναι πως θα επιβραδύνει την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όπως επίσης θα προκαλέσει καθυστέρηση στην ανάπτυξη επικίνδυνων για το περιβάλλον έργων. Ωστόσο, εάν η κρίση καθυστερήσει επίσης την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αυτό θα ακύρωνε τη σημασία αυτών των θετικών εξελίξεων. Πολλοί άνθρωποι είναι σε αναμονή και παρακολουθούν τι συμβαίνει στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Ομοίως, η ετυμηγορία είναι ακόμη ανοικτή σχετικά με την τελική επίπτωση της κρίσης στον τομέα του περιβάλλοντος.
Βιβλιογραφία:
Απόφαση 406/2009/ΕΚ «Περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020».
Οδηγία 2009/28/ΕΚ «Σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές». Δεσμευτικοί εθνικοί στόχοι αποβλέπουν σε συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 20% στην ενεργειακή κατανάλωση σε επίπεδο ΕΕ.
Ιστοσελίδες: