Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια και υπό το πρίσμα των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών μεταβολών που συντελούνται διεθνώς, η αστική γεωργία έχει επανέλθει στο προσκήνιο επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του αστού ανθρώπου με το περιβάλλον και τα αγροδιατροφικά συστήματα. Παράλληλα, σύγχρονες εξελίξεις όπως η οικονομική κρίση και η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος σε πολλά νοικοκυριά αστικών περιοχών σε συνδυασμό με τα ποικίλα διατροφικά σκάνδαλα και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στα αστικά κέντρα, έχουν αναθεωρήσει σε μεγάλο βαθμό την έννοια και τις επιμέρους διαστάσεις της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη μικρής κλίμακας γεωργικών δραστηριοτήτων σε αστικές περιοχές, είτε μέσα από επίσημες δράσεις φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης είτε μέσα από συλλογικές πρωτοβουλίες κοινωνικών ομάδων και μεμονωμένες δράσεις ιδιωτών, δίνει μια νέα διάσταση στη λειτουργία των σύγχρονων αστικών κέντρων. Χιλιάδες άνθρωποι διεθνώς, ορμώμενοι από διαφορετικά κίνητρα, άλλοι από χόμπι και άλλοι από ανάγκη, αξιοποιούν μπαλκόνια, ταράτσες, ακάλυπτους χώρους, αστικά μικρό-πάρκα και δημόσιες αναξιοποίητες μέχρι πρότινος εκτάσεις, φυτεύοντας διάφορα λαχανικά, οπωροκηπευτικά και μικρά καρποφόρα δένδρα.

Ταυτόχρονα, ενισχύεται η άποψη ότι η αστική γεωργία μπορεί να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής στις πόλεις, αποτελώντας μια εναλλακτική στρατηγική ανάπτυξης με στόχο τη μείωση της αστικής φτώχειας και της διατροφικής ανασφάλειας. Έτσι, στην προσπάθεια επανασύνδεσης του ανθρώπου της πόλης με το φυσικό περιβάλλον, πολλοί αστικοί οικισμοί διεθνώς υλοποιούν δράσεις ενσωμάτωσης της γεωργίας στη καθημερινή ζωή. Οι δράσεις αυτές, άμεσα συνδεδεμένες με τη στόχευση για περιβαλλοντικά βιώσιμες πόλεις στο πλαίσιο μιας αειφορικής ανάπτυξης, αποκρυσταλλώνονται και στη δημιουργία δημοτικών ή κοινοτικών αστικών λαχανόκηπων.

Ως εκ τούτου, σε πολλές αστικές περιοχές του πλανήτη, τόσο σε ανεπτυγμένες όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες, οι γεωργικές δραστηριότητες κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Με πολυποίκιλες εκφάνσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περίστασης, το κίνημα αυτό επαναπροσδιορίζει τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, φυσικό και αστικό, θέτοντας σε νέες βάσεις την έννοια της ποιότητας ζωής στα αστικά κέντρα.

Εξέλιξη της αστικής γεωργίας

Η πρακτική της ανάπτυξης μικρής κλίμακας γεωργικών δραστηριοτήτων σε αστικά κέντρα δεν είναι καινούρια καθώς εφαρμοζόταν από τα αρχαία ακόμη χρόνια σε αρκετές περιοχές του πλανήτη. Ανάλογα με την περιοχή και τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του κάθε τόπου, οι άνθρωποι κυρίως των μικρών αστικών κέντρων συνήθιζαν να διατηρούν έναν οικιακό λαχανόκηπο, στον οποίο καλλιεργούσαν λαχανικά και μικρά οπωροφόρα δένδρα, με στόχο την επίτευξη μιας σχετικής αυτάρκειας σε επίπεδο νοικοκυριού. Έτσι, διαχρονικά οι αστικοί λαχανόκηποι συνέβαλλαν στην αντιμετώπιση της φτώχειας και στον περιορισμό του επισιτιστικού προβλήματος που αντιμετώπιζαν αρκετές αστικές περιοχές, ειδικότερα σε περιόδους πολέμων, κοινωνικών αναταραχών και οικονομικής ύφεσης. Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε αρκετές πόλεις των Η.Π.Α., τα υψηλά ποσοστά ανεργίας σε συνδυασμό με την κοινωνικοοικονομική αστάθεια, οδήγησαν τις αρχές στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της αστικής φτώχειας και της επισιτιστικής ανασφάλειας. Έτσι, σε πολλές περιοχές προωθήθηκαν προγράμματα αστικής γεωργίας και αρκετοί κάτοικοι αστικών κέντρων άρχισαν να επιδίδονται σε μικρής κλίμακας γεωργικές δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σε πολλές αστικές περιοχές των Η.Π.Α., της Μεγάλης Βρετανίας, του Καναδά και της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενοι «Κήποι της Νίκης» (Victory Gardens). Επρόκειτο για μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης εντός αστικών κέντρων, που αποσκοπούσαν αφενός στον ανεμπόδιστο ανεφοδιασμό των στρατευμάτων και αφετέρου στον περιορισμό της επισιτιστικής κρίσης και την κάλυψη ενός μέρους των διατροφικών αναγκών των αστών. Εκείνη την περίοδο, η ενασχόληση των αστών με τις γεωργικές πρακτικές έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής καθώς περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν ενεργά, αξιοποιώντας 20 εκατομμύρια αγροτεμάχια και παράγοντας περίπου 10 εκατομμύρια κιλά φρούτων και λαχανικών.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάγκη για ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων εντός των αστικών κέντρων περιορίστηκε σημαντικά λόγω της μαζικής παραγωγής τροφίμων και της οικονομικής προόδου που χαρακτήριζε τις περισσότερες κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς ο δευτερογενής και ο τριτογενής τομέας της οικονομίας ήρθαν στο προσκήνιο της αστικής ανάπτυξης, οι γεωργικές δραστηριότητες «εξοστρακίστηκαν» από τα όρια των αστικών χώρων. Η αστική γεωργία επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο από το 2000 και έπειτα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται σε αρκετές περιοχές του πλανήτη, υπό διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους. Πιο συγκεκριμένα, η αστική γεωργία άρχισε να αναπτύσσεται σε πολλά αστικά κέντρα χωρών της Λατινικής Αμερικής καθώς και της Ασίας, ως μια εναλλακτική λύση στην εντεινόμενη πίεση της αστικής υποβάθμισης, της οξείας οικονομικής κρίσης και της επακόλουθης κοινωνικής ανέχειας. Παράλληλα, σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες η αστική γεωργία κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής ως δημιουργική ενασχόληση για τον ελεύθερο χρόνο (χόμπι) στο πλαίσιο επανασύνδεσης του αστού ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και τη γη. Έτσι, στη σύγχρονη εποχή σε πολλές μεγάλες και μικρές πόλεις ανά την υφήλιο, άνθρωποι με διαφορετικά κίνητρα και επιδιώξεις ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση, επιδίδονται σε δραστηριότητες αστικής γεωργίας.

Πλεονεκτήματα της αστικής γεωργίας

Η ανάπτυξη μικρής κλίμακας γεωργικών δραστηριοτήτων εντός αστικών κέντρων παρουσιάζει μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία αποκρυσταλλώνονται σε συγκεκριμένα περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά οφέλη για τους πολίτες και τους αστικούς οικισμούς.

Αρχικά, η αστική γεωργία συμβάλλει στην αποκατάσταση της σχέσης του αστού ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Είναι γεγονός ότι ειδικότερα στη σημερινή εποχή της έντονης αστικοποίησης και της συσσώρευσης του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, ο σύγχρονος κάτοικος της πόλης έχει απολέσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον και τη γεωργική γη. Η αστική γεωργία μπορεί να προσδώσει μια νέα διάσταση στη σχέση αυτή, λειτουργώντας προς όφελος της ποιότητας ζωής και της αειφορίας και συνδράμοντας στην επανασύνδεση του σύγχρονου αστού με τη φύση, τη γεωργική γη και τις αρχές της αειφορικής αγροτικής παραγωγής.

Ένα ακόμη σημαντικό όφελος που απορρέει από την άσκηση μικρής κλίμακας γεωργικών δραστηριοτήτων σε μια πόλη είναι η βελτίωση κάποιων περιβαλλοντικών συνθηκών στον αστικό ιστό. Πιο συγκεκριμένα, η αστική γεωργία δύναται να βελτιώσει την ποιότητα του αστικού αέρα καθώς μειώνει τα αιωρούμενα σωματίδια και το CO2 στην ατμόσφαιρα. Παράλληλα, μέσα από κατάλληλες πρακτικές, η αστική γεωργία μπορεί να συμβάλλει στην αξιοποίηση όμβριων υδάτων και την παρακράτηση απορροών, λειτουργώντας έτσι επικουρικά στη διαχείριση των υδάτινων πόρων ενός αστικού περιβάλλοντος. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων μικρής κλίμακας και η συνακόλουθη αξιοποίηση κενών χώρων εντός αστικού περιβάλλοντος λειτουργεί αποτρεπτικά στην απόθεση απορριμμάτων και με αυτό τον τρόπο παρεμποδίζει την επέκταση της αστικής ρύπανσης.

Επίσης, η αστική γεωργία μπορεί να αναβαθμίσει ποιοτικά την αισθητική της πόλης, καθώς η δημιουργία λαχανόκηπων αξιοποιεί ακάλυπτες και αναξιοποίητες αστικές εκτάσεις και παρέχει μικρές οάσεις πρασίνου και δροσιάς στα όρια του αστικού περιβάλλοντος. Σε πολλά αστικά κέντρα, αδιαμόρφωτες και αδόμητες μικρές εκτάσεις μπορούν να μετατραπούν σε περιβαλλοντικά βιώσιμους χώρους οι οποίοι προσδίδουν μια νέα οπτική στις διεργασίες αστικής ανάπτυξης. Πιο συγκεκριμένα, δημόσιοι υπαίθριοι χώροι όπως για παράδειγμα πάρκα, δημοτικοί κήποι, περιβάλλοντες χώροι δημοσίων κτηρίων, αυλές σχολείων και προαύλια νοσοκομείων και άλλοι παρόμοιοι αστικοί χώροι που παραμένουν είτε τελείως αναξιοποίητοι είτε ελάχιστα αξιοποιήσιμοι, μπορούν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση των πόλεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ενσωμάτωση γεωργικών πρακτικών στο αστικό προφίλ των σύγχρονων πόλεων αναδεικνύεται ως αποδεκτή συνιστώσα στο σχεδιασμό βιώσιμων οικισμών και η ανάπτυξη της αστικής γεωργίας λειτουργεί επικουρικά στην οικοδόμηση μιας νέας, αειφορικής σχέσης αστικού και φυσικού περιβάλλοντος.

Εξάλλου, η ανάπτυξη μικρής κλίμακας γεωργικών δραστηριοτήτων εντός των πόλεων παρουσιάζει σημαντικά κοινωνικά οφέλη. Πιο συγκεκριμένα, οι κατά τόπους δημοτικοί και κοινοτικοί λαχανόκηποι αποτελούν τους χώρους έκφρασης μιας δημιουργικής ενασχόλησης η οποία ενισχύει την κοινωνική αλληλεπίδραση των πολιτών και λειτουργεί ως φορέας κοινωνικοποίησης των ατόμων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιμέρους διεργασίες δημιουργίας, συντήρησης και ανάπτυξης δημοτικών λαχανόκηπων ενισχύουν την κοινωνική αλληλεγγύη και τη συλλογική σύμπραξη, καθώς άνθρωποι ανταλλάσσουν απόψεις, γνώσεις και ιδέες σχετικά με την παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων. Έτσι, ενισχύεται η «έννοια της γειτονιάς» η αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο της πόλης, λειτουργώντας ως «κύτταρο» του αστικού ιστού.

Ένα ακόμη πλεονέκτημα της αστικής γεωργίας εντοπίζεται στην εκπαιδευτική διάσταση που μπορεί να προσλάβει η ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων μικρής κλίμακας στον αστικό ιστό. Στη σύγχρονη εποχή, στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αγωγής και της αειφορικής ανάπτυξης, πολλά σχολεία και εκπαιδευτικοί οργανισμοί υλοποιούν προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα οποία εντάσσουν πρακτικές αστικής γεωργίας, εμφυσώντας στους εκπαιδευόμενους τις αρχές της αειφορίας και της ορθολογικής διαχείρισης φυσικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, ένας κοινοτικός λαχανόκηπος, ένας αστικός αγρός, ένα δημοτικό πάρκο ή το προαύλιο μιας σχολικής μονάδας μπορούν να αποτελέσουν ένα ιδανικό πεδίο εκπαίδευσης και κατάρτισης στην κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης. Έτσι, οι εκπαιδευόμενοι έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε άμεση επαφή με τη γη και τις καλλιεργητικές διεργασίες της και να γνωρίσουν τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους γεωργικών δραστηριοτήτων διαμορφώνοντας παράλληλα μια περισσότερο ευαισθητοποιημένη περιβαλλοντική συνείδηση.

Επίσης, ένα ακόμη πρόσθετο πλεονέκτημα της αστικής γεωργίας είναι η ενίσχυση της καινοτομίας, της εφευρετικότητας και της διάχυσης νέων καλλιεργητικών πρακτικών και μεθόδων, καθώς σε πολλές περιστάσεις οι άνθρωποι που ασχολούνται ενεργά με την καλλιέργεια μικρών εκτάσεων γης εντός αστικών περιοχών, επινοούν ή εξελίσσουν καινοτόμες πρακτικές. Παραδείγματα τέτοιων πρακτικών είναι οι κάθετες φυτεύσεις (vertical farming), τα φυτεμένα δώματα και οι ταρατσόκηποι, οι μικρές υδροπονικές και ενυδρειοπονικές εγκαταστάσεις, η κομποστοποίηση οικιακών απορριμμάτων με σκοπό τη χρήση τους ως λίπασμα, η κηπουρική σε δοχεία και παρτέρια και η πολυκαλλιέργεια σε μικρούς κήπους.

Επιπρόσθετα, η δημιουργία δραστηριοτήτων αστικής γεωργίας μπορεί να συνδράμει στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας σε τοπικό επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι σε κάποιες περιπτώσεις, αστικοί λαχανόκηποι αναπτύχθηκαν ως κοινωνικές επιχειρήσεις οι οποίες κατέγραψαν κέρδη και δημιούργησαν θέσεις εργασίας σε κοινότητες ή γειτονιές χαμηλών εισοδηματικών τάξεων. Για παράδειγμα σε μια γειτονιά του Βανκούβερ στον Καναδά, ένας κοινοτικός αστικός λαχανόκηπος ξεκίνησε να κατασκευάζεται με σκοπό την παροχή ευκαιριών εργασίας και κατάρτισης στους περίοικους. Το 2012, ο εν λόγω αστικός λαχανόκηπος, από τα έσοδα τα οποία κατέγραφε από πωλήσεις ιδιοπαραγόμενων οπωρολαχανικών, παρείχε έμμισθη εργασία σε 25 κατοίκους της γειτονιάς.

Τέλος, ένα ακόμη πλεονέκτημα της αστικής γεωργίας εντοπίζεται στην ψυχοσωματική θεραπευτική διάσταση που λαμβάνει η ενασχόληση με γεωργικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας στις πόλεις. Οι επιμέρους εργασίες που εκτελούνται στο πλαίσιο σχεδιασμού, δημιουργίας και συντήρησης των αστικών λαχανόκηπων συμβάλλουν στη μείωση της παχυσαρκίας και των καρδιαγγειακών νοσημάτων, και σε κάποιες περιπτώσεις στην αποκατάσταση κινητικών προβλημάτων. Παράλληλα, η αξιοποίηση ενός αστικού κενού χώρου και η τελική διαμόρφωση ενός αισθητικά όμορφου λαχανόκηπου επιδρά θετικά στην ψυχοσύνθεση του σύγχρονου αστού, προσφέρει ψυχική ηρεμία και πνευματική ενάργεια μειώνοντας το καθημερινό στρες.

Περιορισμοί της αστικής γεωργίας

Στη σύγχρονη πραγματικότητα των αστικών κέντρων υπάρχουν κάποιοι παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν περιοριστικά στην άσκηση και ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων μικρής κλίμακας εντός των πόλεων. Αρχικά, μια σημαντική παράμετρος που σε αρκετές περιπτώσεις δυσχεραίνει την ανάπτυξη της αστικής γεωργίας είναι τα διάφορα θεσμικά, νομικά, διοικητικά και γραφειοκρατικά προβλήματα τα οποία υπεισέρχονται στις χρήσεις γης εντός του αστικού ιστού. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπου παρατηρούνται πολεοδομικές και ιδιοκτησιακές εμπλοκές καθώς και προβλήματα αδειοδοτήσεων και νομικά κωλύματα για χρήσεις γης, η ολοκληρωμένη ανάπτυξη πρακτικών αστικής γεωργίας καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Εξάλλου, ένα ακόμη ανασταλτικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η κατά κανόνα υψηλές τιμές της αστικής γης και η στόχευση για χωροθέτηση άλλων χρήσεων γης στους αδόμητους χώρους.

Επίσης, ένας παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει περιοριστικά στην ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων στα όρια του αστικού ιστού είναι η επιμόλυνση του εδάφους η οποία παρατηρείται σε αρκετές περιοχές των πόλεων και ειδικά σε σημεία τα οποία εντοπίζονται κοντά σε πηγές ρύπανσης όπως είναι οι αυτοκινητόδρομοι και οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Ειδικότερα, η πιθανή αφομοίωση βαρέων μετάλλων (π.χ. μόλυβδος, αρσενικό) από τα φυτά διαμέσου μολυσμένων αστικών εδαφών είναι ένας παράγοντας που σε κάθε περίσταση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Από έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου σε οικιακούς κήπους της πόλης, διαπιστώθηκε η τάση των λαχανικών να απορροφούν βαρέα μέταλλα (μόλυβδο, κάδμιο και χρώμιο) από το έδαφος.

Τέλος, μια ακόμη παράμετρος που ενδεχομένως να λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη και εξάπλωση της αστικής γεωργίας αφορά οργανωτικές δυσχέρειες και πρακτικές δυσκολίες αναφορικά με την προμήθεια υλικών και εξοπλισμού. Πιο συγκεκριμένα, η αποτελεσματική ανάπτυξη δραστηριοτήτων αστικής γεωργίας προϋποθέτει ένα ευρύ φάσμα προμηθειών σε εφόδια όπως για παράδειγμα σπόρους, σπορόφυτα, διάφορους τύπους χώματος, λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα και αρδευτικό εξοπλισμό, διαδικασίες με τις οποίες οι σύγχρονοι αστοί, κατά κανόνα δεν είναι εξοικειωμένοι.

Συμπέρασμα

Καθώς η αστική γεωργία αναδύεται ως μια νέα και ενδιαφέρουσα συνιστώσα των σύγχρονων ζητημάτων περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής, οι ενεργοί πολίτες, συνεπικουρούμενοι από δραστήριες τοπικές αρχές, αναλαμβάνοντας οργανωμένη δράση και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, είναι πλέον σε θέση, είτε ατομικά είτε σε επίπεδο συλλογικής ή κοινοτικής δράσης, να αξιοποιήσουν μπαλκόνια, ταράτσες, ακάλυπτους χώρους, αστικά μικρό-πάρκα και δημόσιες αναξιοποίητες μέχρι πρότινος εκτάσεις, φυτεύοντας διάφορα λαχανικά, οπωροκηπευτικά και μικρά καρποφόρα δένδρα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η αστική γεωργία είναι δυνατόν να συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, του τοπίου και του φυσικού περιβάλλοντος στον σύγχρονο αστικό ιστό των πόλεων, εξομαλύνοντας τις δυσμενείς οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες διαβίωσης, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Και αξίζει να αναφερθεί ότι η συμβολή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα σημαντική, θέτοντας ένα μακρόπνοο όραμα με επίκεντρο την πολιτική ενθάρρυνσης και θέσπισης της αστικής γεωργίας και στόχο την ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της τοπικής παραγωγής τροφίμων.

Βιβλιογραφία

Ανθοπούλου, Θ. και Νικολαίδου, Σ. (2013). Δημοτικοί αστικοί λαχανόκηποι και βιώσιμη πόλη: τοποθετώντας το αγροδιατροφικό σύστημα στην αστική ατζέντα. 11ο Επιστημονικό Συνέδριο «Αγροτική οικονομία, ύπαιθρος χώρος, περιφερειακή και τοπική ανάπτυξη», Πάτρα, 14-15 Ιουνίου 2013.

FAO (2010). «Fighting Poverty and Hunger. What Role for Urban Agriculture?». Policy Brief, Economic and Social Perspectives 10.

FAO (2007). «Profitability and sustainability of urban and periurban agriculture». Agricultural management, marketing and finance. Occasional paper 19.