Δρ. Κων/νος Ν. Μπαγινέτας (Γεωπόνος – Αγροτικός Γεωγράφος)

Η αναγνώριση της σημασίας της «αειφόρου ανάπτυξης»

Το έτος 2004 απονεμήθηκε στην Καθηγήτρια Wangari Maathai (η οποία τον Σεπτέμβριο του 2011 έφυγε από τη ζωή), μια διεθνώς αναγνωρισμένη συνήγορο της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της περιβαλλοντικής προστασίας, το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης “για τη συμβολή της στην αειφόρο ανάπτυξη, τη δημοκρατία και την ειρήνη“. Η Καθ. Maathai (γεννημένη στην Κένυα) εισήγαγε την ιδέα της φύτευσης δέντρων στην Αφρική από ομάδες γυναικών (βοηθώντας να προστατευτεί το περιβάλλον και να βελτιωθεί η ποιότητα των ζωών τους), καθιερώνοντας έτσι ένα Πράσινο Κίνημα, το οποίο βοήθησε τις γυναίκες να φυτέψουν περισσότερα από 20 εκατομμύρια δέντρα στα αγροκτήματά τους, στα σχολεία και στις αυλές των εκκλησιών. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης που το βραβείο απονεμήθηκε σε ένα πρόσωπο για τις προσπάθειές του προς την επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης και, πιο σημαντικά, ήταν άλλη μια περίπτωση παγκόσμιας αναγνώρισης της σπουδαιότητας που η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να παίξει στις προσπάθειές μας για παγκόσμια ανάπτυξη και πρόοδο. Στις αρχές του 21ου αιώνα η αειφόρος ανάπτυξη έχει γίνει το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης. Εντούτοις, η φύση και ο ορισμός του όρου αποτελούν σημεία έντονης αμφισβήτησης και ιδιαίτερου προβληματισμού.

Η έννοια της «αειφόρου ανάπτυξης»

Η σημασία της επίτευξης μιας αειφόρου μελλοντικής ανάπτυξης, αρχικά, αναγνωρίστηκε ως σημαντική πτυχή οποιασδήποτε ανάπτυξης όταν το 1983, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε την Παγκόσμια Επιτροπή για την Οικονομική Ανάπτυξη, αλλιώς γνωστή και ως Επιτροπή Brundtland (World Commission on Economic Development, WCED), προκειμένου να διερευνήσει τα συστατικά μιας παγκόσμιας αλλαγής. Ένα κύριο χαρακτηριστικό της ημερήσιας διάταξης ήταν να προταθούν οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές στρατηγικές για την «αειφόρο ανάπτυξη» μέχρι το έτος 2000 και μετά. Επίσης, το WCED, μέσω της έκθεσής του (Το Κοινό Μέλλον μας ή Έκθεση Brundtland) πρόσφερε τον πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο και αναφερόμενο ορισμό της «αειφόρου ανάπτυξης», όπως συναντάται μέσα στην εκτενή σχετική βιβλιογραφία:

Η ανθρωπότητα έχει τη δυνατότητα να καταστήσει την ανάπτυξη αειφόρο – να εξασφαλίσει ότι ικανοποιεί τις ανάγκες της σημερινής γενιάς χωρίς να επηρεάζει την δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους”.

Από τότε, αυτός ο ορισμός έχει χρησιμοποιηθεί κατά λέξη ή έχει τροποποιηθεί για να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες θεσμικές ή προσωπικές ανάγκες. Όπως άλλες προσεγγίσεις ανάπτυξης, η «αειφόρος ανάπτυξη» αναφέρεται στη βελτίωση των ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης, ωστόσο σε αντίθεση με πολλές από τις άλλες προσεγγίσεις δεν έχει σαν κέντρο την οικονομική ανάπτυξη ή την παραγωγή. Η διαφορά από τις άλλες θεωρίες ανάπτυξης στηρίζεται στην ελλοχεύουσα φιλοσοφία ότι οτιδήποτε γίνεται τώρα για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων δεν πρέπει να φθείρει το περιβάλλον και τους πόρους για τις μελλοντικές γενεές. Αυτή η φιλοσοφία έχει εισαχθεί στους προτεινόμενους ορισμούς, με σχεδόν κάθε άτομο ή οργάνωση που ενεπλάκη στην «αειφόρο ανάπτυξη» να υποστηρίζει την δική του/της ερμηνεία του όρου και να προωθεί την διατύπωση και τη φρασεολογία που απεικονίζει την αποστολή και το όραμά του/της. Αυτό έχει προσελκύσει πολλή προσοχή για τον όρο και έχει οδηγήσει σε έναν μεγάλο αριθμό ορισμών και ερμηνειών. Παρά την ποικιλία των ορισμών, ή ίσως λόγω αυτής, η «αειφόρος ανάπτυξη» είναι τώρα το κυρίαρχο μοντέλο που καθοδηγεί τον προγραμματισμό της ανάπτυξης και συνεχίζει να κερδίζει χώρο στις παγκόσμιες αναπτυξιακές πολιτικές και να πρωταγωνιστεί ενεργά μέσα στις εθνικές και διεθνείς αναπτυξιακές στρατηγικές.

Η «αειφόρος ανάπτυξη» απεικονίζεται κλασικά ως η διεπαφή μεταξύ της περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής διάστασης της ανάπτυξης. Ίσως ο πιο κοινός τύπος παρουσίασης της αειφόρου ανάπτυξης είναι οι τρεις επικαλυπτόμενοι κύκλοι, με την αειφόρο ανάπτυξη να αντιπροσωπεύει το σημείο όπου και οι τρεις επικαλύπτονται.

Εντούτοις, αν και η επιθυμία για τη βελτίωση των ανθρώπινων όρων διαβίωσης και το ενδιαφέρον για τις μελλοντικές γενεές βρίσκονται στην καρδιά της «αειφόρου ανάπτυξης», οι πρακτικές λεπτομέρειες για εφαρμογή αυτής στην πράξη αποτελεί σημείο συζήτησης, που οδηγεί σε πολλές και συχνά ανταγωνιστικές προοπτικές.

Δεδομένου ότι η «αειφόρος ανάπτυξη» έχει γίνει μια σημαντική παράμετρος πολλών διεθνών και εθνικών αναπτυξιακών στρατηγικών, μια σημαντική πτυχή της επίτευξης της «αειφόρου ανάπτυξης» είναι η συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων εταίρων στη διαδικασία.

Η ανάγκη για πολλαπλές προοπτικές στην επίτευξη της «αειφόρου ανάπτυξης»

Η «αειφόρος ανάπτυξη» “έχει προοριστεί να είναι μια πρακτική προσέγγιση η οποία θα προσπαθήσει να περιλάβει ενεργά τους ανθρώπους στην ανάπτυξη, κάνοντάς την ένα θέμα βασικού ενδιαφέροντος για όλους και παράλληλα μειώνοντας την επιρροή που ασκούν σε αυτή οι τεχνοκράτες”. Μια συνέπεια αυτού είναι ότι τα άτομα πρέπει και μπορούν να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή και να εκφράζουν τις απόψεις τους για αυτή. Σαν αποτέλεσμα, η «αειφόρος ανάπτυξη» μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους και το τι είναι «αειφόρος ανάπτυξη» για ένα άτομο θα μπορούσε να σημαίνει υποβάθμιση και εκμετάλλευση για ένα άλλο.

Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι ο καθορισμός της σημασίας της έννοιας της «αειφόρου ανάπτυξης» στους συμμετέχοντες θα έπρεπε να είναι ένα προφανές μέρος της διαδικασίας, αυτό έχει παραμεληθεί και έχει υπάρξει μια ιστορική τάση για την «αειφόρο ανάπτυξη» να καθοδηγείται από την κορυφή προς τα κάτω (top-down) και από τους τεχνοκράτες. Αυτό έχει οδηγήσει στην εμφάνιση μιας «επιστήμης της αειφορίας» όπως αποκαλείται από κάποιους, όπου τα ζητήματα της αειφορίας έχουν συνδεθεί ισχυρά με τις επιστημονικές αντιλήψεις και μεθοδολογίες όπως αυτές υπάρχουν μέσα στο μοντέλο της «αειφόρου ανάπτυξης». Αυτό έχει κατευθύνει τις προσπάθειες για να παραχθούν οι αρχές της «αειφόρου ανάπτυξης» να εξαρτώνται ισχυρά από τις τεχνικές και επιστημονικές αντιλήψεις και να αγνοούν τις αντιλήψεις των μη-τεχνικά έμπειρων συμμετεχόντων. Επιπλέον, τα ζητήματα της κοινωνικής κατασκευής, της πραγματικότητας και της σχέσης και της επιρροής που ασκεί ο ερευνητής στο ερευνώμενο μερικές φορές δεν εκτιμώνται αναλόγως και δεν λαμβάνονται υπόψη. Εντούτοις, η έκφραση και η επικοινωνία των υπαρχουσών και σχετικών πολλαπλών αντιλήψεων έχει προσδιοριστεί ως σημαντικό βήμα στην επίτευξη της «αειφόρου ανάπτυξης».

Αυτό έχει οδηγήσει σε μια διχογνωμία μέσα στην επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με τη αλληλεπίδραση μεταξύ της τεχνικής αντίληψης και του ρόλου των άλλων κοινωνικών εταίρων. Συγκεκριμένα έχει εξετασθεί ποιο ποσοστό της «αειφόρου ανάπτυξης» πρέπει να είναι μια από επάνω προς τα κάτω (top-down) διαδικασία που θα οδηγείται πρώτιστα από τους τεχνικούς ειδικούς και ποιο ποσοστό πρέπει να είναι από κάτω προς τα πάνω (bottom-up) που θα οδηγείται από την δυναμική συμμετοχή των εταίρων. Σχετικά με αυτό έχει προταθεί ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να καταλάβουν και να εξετάσουν τις αξίες και τις ανάγκες των ανθρώπων επιπρόσθετα με τις τεχνικές αντιλήψεις τους.

Αν και το να βρεθούν πρακτικές λύσεις σε αυτό το ζήτημα έχει υπάρξει προβληματικό, η συμφιλίωση των από επάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα επάνω προσεγγίσεων στην «αειφόρο ανάπτυξη» έχει κριθεί απαραίτητη για την επίτευξή της.

Επιπλέον, μέσα στο πλαίσιο της «αειφόρου ανάπτυξης», όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτήν την περίοδο οι κοινωνίες μας βρίσκονται στη διεπαφή μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντος και, αν και η επιστήμη μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε πώς αυτά τα προβλήματα προκύπτουν, η αιτία και οι λύσεις σε αυτά τα προβλήματα εναπόκεινται στις δραστηριότητες των ανθρώπων. Συνεπώς, ένα σημαντικό μέρος της δράσης και της διαδικασίας εφαρμογής της «αειφόρου ανάπτυξης» θα πρέπει να είναι ο συνυπολογισμός των συμμετεχόντων εταίρων στον προσδιορισμό του τι πρέπει να γίνει και πώς.

Σύνοψη

Η υιοθέτηση της Ατζέντα 21 το 1992 έκανε την «αειφόρο ανάπτυξη» έναν παγκοσμίως αποδεκτό στόχο. Προκειμένου να τεθεί η έννοια της αειφορίας σε εφαρμογή και για να παρακολουθηθεί η εφαρμογή της Ατζέντα 21, η Διάσκεψη Κορυφής για την Προστασία της Γης (Earth Summit conference) δημιούργησε την Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών για την Αειφόρο Ανάπτυξη (United Nations Commission on Sustainable Development, UNCSD). Η εξουσιοδότησή της ήταν να παρακολουθήσει την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς ένα αειφόρο μέλλον.

Σαν συνέπεια, μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, η «αειφόρος ανάπτυξη» είχε γίνει ένας σημαντικός στόχος για τους εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής και οι «δείκτες αειφορίας» παραμένουν δημοφιλή μέσα για την αξιολόγηση των επιπέδων αειφορίας στις κοινότητες, στις περιοχές και στα έθνη. Η δημοτικότητα αυτών των εννοιών έχει οδηγήσει σε έναν μεγάλο αριθμό ορισμών, ερμηνειών και προοπτικών.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ οι επιστήμονες προσπαθούν να εκφράσουν την «αειφόρο ανάπτυξη» με αντικειμενικότερους επιστημονικούς όρους – μια επιστήμη της αειφορίας – τείνουν να μην λαμβάνουν υπόψη τις υποκειμενικές αξίες που περιλαμβάνονται στην πρακτική της «αειφόρου ανάπτυξης». Για να γίνει η ανάπτυξη αειφόρος, τα δύσκολα θέματα των πολλαπλών αντιλήψεων και της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με έναν κεντρικό, αποτελεσματικό και σε βάθος τρόπο και όχι σαν μια προαιρετική εξέταση βασισμένη σε επιστημονικές μεθόδους ανάλυσης δεδομένων. Ο ρόλος των υπεύθυνων για τη λήψη αποφάσεων είναι να διευκολύνουν την εκμάθηση και την άμεση πρόοδο προς τις ολοκληρωμένες οικονομικές, οικολογικές και κοινωνικο-πολιτιστικές προσεγγίσεις, το οποίο θα επιτρέψει την συμμετοχή να γίνει ένα κεντρικό στοιχείο της «αειφόρου ανάπτυξης».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Dresner, S (2002). The principles of sustainability. Earthscan, London.

Fowke, R and Prasad, D (1996) Sustainable development, cities and local government. Australian Planner, 33, pp. 61-66.

Moffatt, I (1996). Sustainable development: principles, analysis and policies. Parthenon Publishing, Carnforth.

Redclift, MR (1991). The multiple dimensions of sustainable development. Geography, 76 (1), pp.36-42.

World Commission on Environment and Development (WCED), (1987). Our Common Future (The Brundtland Report). Oxford University Press. Oxford.