ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη σημερινή περίοδο ο αγροτικός τομέας της χώρας μας δραστηριοποιείται σε ένα ευρωπαϊκό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται κυρίως ως αποτέλεσμα της έντονης ύφεσης που έπληξε και συνεχίζει να πλήττει τις οικονομίες του συνόλου των χωρών της Νότιας Ευρώπης. Σε αυτές τις συνθήκες των έντονων οικονομικών διακυμάνσεων, ο ελληνικός αγροτικός τομέας οφείλει να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που διαμορφώνονται.

Η αγροτική οικονομία αποτελεί βασικό πυλώνα της Εθνικής και Περιφερειακής μας οικονομίας, αφού συμβάλλει θετικά στη διατήρηση της απασχόλησης άρα και του πληθυσμού στην ύπαιθρο, στη δημιουργία εισοδημάτων, αλλά και στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Επιπλέον, οι ρυθμίσεις και τα εργαλεία που έχουν θεσπιστεί με την ισχύουσα Κοινή Αγροτική Πολιτική (Κ.Α.Π.), όσον αφορά στις άμεσες ενισχύσεις (πρασίνισμα της Κ.Α.Π., συνδεδεμένες ενισχύσεις, εισοδηματικές ενισχύσεις, κ.λπ.), σε συνδυασμό και με την εφαρμογή των μέτρων του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, μπορούν να συμβάλλουν στη βιωσιμότητα της Ελληνικής γεωργίας, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της και στην ανάπτυξη της υπαίθρου.

Κάτω από τις υφιστάμενες σήμερα κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, η γεωργία και η κτηνοτροφία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ενδιαφέρουσα οικονομική δραστηριότητα για σημαντικό μέρος του πληθυσμού, που μαστίζεται από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η επιτυχής είσοδος νέων επιχειρηματικών μονάδων στον αγροτικό τομέα απαιτεί την ικανοποίηση μιας μακράς σειράς προϋποθέσεων.

 

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, προσπαθεί να αντιμετωπίσει σειρά προβλημάτων, μοναδικών ή απρόβλεπτων, που την οδήγησαν σε ορισμένες στρατηγικές επιλογές για το μακροπρόθεσμο μέλλον των αγροτικών της περιοχών. Οι γενικοί στόχοι που τέθηκαν για την ΚΑΠ είναι:

1) Η βιώσιµη παραγωγή τροφίµων.

2) Η αειφόρος διαχείριση των φυσικών πόρων και η δράση για το κλίµα·και

3) Η ισόρροπη εδαφική ανάπτυξη.

Η αγροτική δραστηριότητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας και της κοινωνίας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Όσον αφορά στα έμμεσα αποτελέσματα, οποιαδήποτε σημαντική μείωση της αγροτικής δραστηριότητας θα προκαλούσε απώλειες σε επίπεδο Περιφερειακού Α.Ε.Π. και θέσεων εργασίας σε συνδεδεμένους οικονομικούς τομείς – ιδίως εντός της αλυσίδας εφοδιασμού αγροτικών ειδών, η οποία βασίζεται στον πρωτογενή τομέα για την εισροή ανταγωνιστικών και αξιόπιστων πρώτων υλών υψηλής ποιότητας, καθώς και στους τομείς των μη εδώδιμων προϊόντων. Θα πλήττονταν, επίσης, οι δραστηριότητες στις αγροτικές περιοχές στους τομείς του τουρισμού, των μεταφορών, των υπηρεσιών σε τοπικό και δημόσιο επίπεδο. Το γεγονός αυτό θα επέφερε σημαντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες.

Βασικό εργαλείο ανάπτυξης τόσο σε επίπεδο στοχευμένης χρηματοδότησης, όσο και στήριξης των διαθρωτικών αλλαγών, αποτελούν οι πόροι των Διαρθρωτικών Ταμείων, του Ταμείου Συνοχής, του Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης και του Ταμείου Αλιείας, οι οποίοι μπορούν να διαμορφώσουν την αναπτυξιακή πολιτική της Περιφέρειας με παρεμβάσεις και έργα που διαχέονται σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Η βασική πρόκληση για την επόμενη περίοδο είναι η μέγιστη συμβολή των νέων αυτών διαρθρωτικών πόρων στην αναστροφή του κλίματος ύφεσης και ταυτόχρονα στην ανάπτυξη της Περιφέρειας μέσα από στοχευμένες και πολλαπλασιαστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, σε τομείς που παρουσιάζουν μέγιστη προστιθέμενη αξία, όπως ο γεωργικός, ο κτηνοτροφικός, ο αλιευτικός. Βασική στρατηγική επιδίωξη αποτελούν φυσικά η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η αποκατάσταση της τρωθείσας από την κρίση κοινωνικής συνοχής.

 

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Στις σημερινές συνθήκες, η αειφόρος ανάπτυξη του αγροτικού τομέα της Περιφέρειας μπορεί να αποτελέσει το μέσο για την αύξηση της ευμάρειας μέσω της επιδίωξης της οικονομικής ανάπτυξης, με ταυτόχρονο σεβασμό προς την προστασία του περιβάλλοντος. Μέσω στοχευμένων πολιτικών η Περιφέρεια μπορεί να προβεί στην πλέον αποδοτική χρήση των περιορισμένων δημοσιονομικών πόρων, διατηρώντας μια βιώσιμη γεωργία σε όλες τις Περιφερειακές της Ενότητες.

Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό αποτελεσματικά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις διεθνείς επικρατούσες συνθήκες. Έτσι, η διεθνής οικονομία χαρακτηρίζεται από:

  • Άρση ή δραστική μείωση των εμπορικών εμποδίων.
  • Μείωση του κόστους των διεθνών μεταφορών.
  • Αύξηση της ταχύτητας συγκέντρωσης και μετάδοσης των πληροφοριών και μείωση του κόστους αυτών.
  • Εναρμόνιση των διεθνών προδιαγραφών και
  • Διεθνοποίηση των επιχειρήσεων.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στην αύξηση του διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού και στον ανταγωνισμό των περιοχών για προσέλκυση επενδύσεων. Έτσι, προκειμένου τα γεωργικά, κτηνοτροφικά και αλιευτικά προϊόντα της Περιφέρειας να είναι ανταγωνιστικά θα πρέπει να παράγονται με διαδικασίες που αξιοποιούν νέες τεχνολογίες και να είναι:

  • Υγιεινά.
  • Υψηλών και εγγυημένων προδιαγραφών ποιότητας (πιστοποιημένα).
  • Διαφοροποιημένα (μεταποιημένα) και
  • Ταυτοποιημένα (επώνυμα).

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, κύριοι στόχοι της αγροτικής πολιτικής της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας θα μπορούσαν να είναι:

  • Η δηµιουργία και διατήρηση ενός δυναµικού, ανταγωνιστικού, επώνυμου αγροδιατροφικού τοµέα της Στερεάς Ελλάδας.
  • Η ενημέρωση των αγροτών της Περιφέρειας και η απόκτηση επαγγελματικής συνείδησης.
  • Η διασύνδεση της γεωργίας με την εφαρμοσμένη έρευνα, την κατάρτιση και τη διάχυση της γνώσης.
  • Η ανάδειξη του γεωργικού τομέα ως Πυλώνα ανάπτυξης της Περιφέρειας και
  • Η συνέργεια του γεωργικού τομέα με άλλους οικονομικούς τομείς, όπως η μεταποίηση και ο τουρισμός.

Επιπλέον, κεντρικό συστατικό στοιχείο της αγροτικής πολιτικής της Περιφέρειας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της δημιουργίας ενός αγροτικού τοµέα πλήρως απασχολουµένων επαγγελµατιών αγροτών, οι οποίοι θα είναι ικανοί να παράγουν προϊόντα ποιότητας, σε πρότυπα και στάνταρ που απαιτούν και προσδοκούν οι σύγχρονοι καταναλωτές. Και οι οποίοι θα πρέπει να τύχουν κάθε δυνατής συµπαράστασης για να εκσυγχρονίσουν τις αγροτικές τους εκµεταλλεύσεις και να τις καταστήσουν απόλυτα ανταγωνιστικές µε διεθνή πρότυπα.

Ακόμη, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, από τη μια, η αύξηση της εσωτερικής και διεθνούς ζήτησης για επώνυμα, ποιοτικά, παραδοσιακά, τοπικά, βιολογικά και πιστοποιημένα προϊόντα, που συνδυάζεται με τη στροφή του καταναλωτικού κοινού προς υγιεινότερα διατροφικά πρότυπα. Και από την άλλη, οι ιδιαίτερες κλιµατολογικές συνθήκες, η διάρθρωση της γεωργίας και κτηνοτροφίας, η παράδοση, αλλά και ο ιδιαίτερα σηµαντικός ρόλο που παίζει ο τουρισµός, όλων των μορφών, στην Περιφέρεια. Στοιχεία τα οποία συνδράμουν στην παραγωγή και ευνοούν την προώθηση υψηλής προστιθέμενης αξίας και πολύ καλής ποιότητας «µεσογειακών» ή ακόμη και «Στερεοελλαδίτικων» προϊόντων.

Συνεπώς, η «µεσογειακή διατροφή», η «ποιοτική και βιολογική» γεωργία και κτηνοτροφία θα πρέπει να αποτελέσουν την «αιχµή του δόρατος» του πρωτογενούς τομέα κατά την επόµενη περίοδο. Η στρατηγική αυτή επιλογή ευνοείται, επίσης, από την αλλαγή στις διατροφικές τάσεις των καταναλωτών στις σύγχρονες «κοινωνίες της αφθονίας», και από τη δυναµική ανάπτυξη του τουρισµού που προσθέτει επιπλέον καταναλωτές στην Περιφέρεια σε κάθε τουριστική περίοδο.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Παρά τις δύσκολες και αντίξοες συνθήκες που βιώνουμε, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), συνεπικουρούμενος και από τον γεωπονικό κλάδο, μπορεί να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που διαμορφώνονται. Μπορεί να βοηθηθεί στην υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, με σκοπό τη βιωσιμότητα της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής, την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της και την ανάπτυξη της Ελληνικής υπαίθρου και της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.